ἀπειλητικῶν

ἀπειλητικῶν
ἀπειλητικός
fem gen pl
ἀπειλητικός
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • τετραρχία — Διοικητικό σύστημα που εφάρμοσε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός (284 305) με αντικειμενικό σκοπό τον ουσιαστικότερο έλεγχο της αυτοκρατορίας, που τον 3o αι. μ.Χ. δοκιμάζεται από οξύτατη οικονομικο κοινωνική και πολιτική κρίση και από… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινίδης, Γιάννης — (Σμύρνη 1903 – Αθήνα 1984). Μουσικοσυνθέτης. Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια Ελλήνων της Σμύρνης, όπου έλαβε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας από τον Δημοσθένη Μιλαράκη, επιφανή μουσικό παράγοντα της πόλης. Παράλληλα γνώρισε και τη… …   Dictionary of Greek

  • Ουρίας — Όνομα προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης. 1. Χετταίος ήρωας, του οποίου τη σύζυγο Βηθσαβεέ αποπλάνησε ο Δαβίδ. Ο Ο. σκοτώθηκε στην πιο επικίνδυνη περιοχή του πεδίου της μάχης, όπου τον τοποθέτησε ο αρχιστράτηγος Ιωάβ, με εντολή του Δαβίδ, που ήθελε να …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”